- αιδοιοκολπικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στο αιδοίο και τον κόλπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αιδοίο + κολπικός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αιδοίο — Τα γεννητικά όργανα της γυναίκας. Περιλαμβάνει τα εξωτερικά γεννητικά της όργανα, δηλαδή το εφηβαίο ή όρος της Αφροδίτης, τα μεγάλα και τα μικρά χείλη (ή νύμφες), μεταξύ των οποίων βρίσκεται ο πρόδομος, η κλειτορίδα, το έξω στόμιο της ουρήθρας,… … Dictionary of Greek